Η μεγάλη καφετιά «λιένα» κατέβαινε από νωρίς από τη ξύλινη πιατοθήκη, να πλυθεί, να στεγνώσει καλά στον ήλιο και να πάρει τη θέση της πάνω στο τραπέζι. Δίπλα η φρέσκια μαγιά, το χλιαρό νερό και το αλεύρι. Λίγο παραπέρα το φρέσκο μέλι, το καβουρντισμένο σουσάμι, τα καρύδια και η κανέλα.
Δίπλα στο πετρογκάζ ένα μεγάλο μπουκάλι ηλιέλαιο, η τρυπητή κουτάλα και μπόλικο χαρτί κουζίνας. Λίγο πιο πέρα τα μπολάκια για το μοιράσι.
Στις 29 Νοεμβρίου η συγχωρεμένη η νονά μου το Λευτερώ του Κάρζα, δεν υπήρχε περίπτωση να μην κάνει όλη αυτή την προετοιμασία, ώστε να είναι σίγουρη ότι το απόγευμα της προπαραμονής του Αγίου Ανδρέα θα μπορούσε να φτιάξει τους «λαγγίτες», να τους μοιράσουμε στη γειτονιά.
Για να τιμήσουν τον Άγιο Ανδρέα, οι νοικοκυρές έφτιαχναν λουκουμάδες, «λαγγίτες» κατά την Λέρικη ντοπιολαλιά, και τους μοίραζαν σε συγγενείς και φίλους, έτσι ώστε να ευχαριστήσουν το Άγιο.
Χρησιμοποιούσαν τα ίδια υλικά που χρησιμοποίησε η γυναίκα του Αγίου Ανδρέα, όταν τους επισκέφτηκε ο Ιησούς με τους μαθητές του: νερό, αλεύρι, λάδι και μέλι, υλικά της μητέρας γης. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Ανδρέας της είπε να φτιάξει τηγανίτες, αφού δεν είχαν τίποτε άλλο να τους σερβίρουν.
Οι παλιές νοικοκυρές λοιπόν έφτιαχναν κάθε χρόνο του Αγίου Ανδρέα τους «λαγγίτες», χρησιμοποιώντας τα υλικά της γης, για να έχουν οι αγρότες μια εύπορη και γλυκιά σοδειά στα χωράφια τους.
Η σπορά ξεκινούσε της Αγιάς Κιουράς, στις 20 του Οκτώβρη. Οι γεωργοί ανακάτευαν στον κουβά με το σπόρο, ένα ρόδι και ένα κεφάλι σκόρδο, για να είναι η σοδειά πλούσια σαν το ρόδι και να μην τη «ματιάζουνε» τα κακά τα μάτια. Στις σαράντα μέρες, δηλαδή του Αγίου Αντρέα είχαν τελειώσει τη σπορά και περίμεναν τη γη να παράγει τους καρπούς. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τους «λαγγίτες» για να πάνε όλα καλά. Να είναι πλούσια η σοδειά, να τηρήσουν το έθιμο και να μην τρυπήσουν τα τηγάνια τους.
Θυμάμαι τη νονά και τη γιαγιά μου το Ρηνώ του Τσιτερού, τη μάνα μου και τη θεία τη Ντίνα την Καστή (την οποία ευχαριστώ, για την πολύτιμη βοήθειά της), να χτυπάνε με δύναμη το κουρκούτι, να το αφήνουν να ξεκουραστεί και να το ανακατεύουν ξανά και ξανά μέχρι να γίνει λείο και έτοιμο να μπει στο βαθύ τηγάνι με το καυτό λάδι. Λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, η ιεροτελεστία ξεκινούσε.
Οι λουκουμάδες έπεφταν στο καυτό λάδι, γίνονταν μπαλάκια στρογγυλά και ενώ η μια «έκοβε» με το κουτάλι τη ζύμη από τη φούχτα της, η άλλη έβγαζε τους έτοιμους. Εκατοντάδες μπαλάκια γέμιζαν την λεκανίδα της νονάς και εκείνη έκανε το μοιράσι. Δίπλα η μάνα μου και η θεία έριχναν μέλι, σουσάμι, καρύδια και κανέλα!
Μετά ξεκινούσε η εκστρατεία από μένα και την αδελφή μου. Πηγαίναμε τα μπολάκια στις θείες, στις γειτόνισσες και φτάναμε μέχρι τους κοντινούς γειτόνους και συγγενείς.
Αν λέγαμε όχι δεν μας άφηναν να φάμε λουκουμάδες!
Επομένως, πριν καν μας το πουν, ήμασταν έτοιμες και ξεκινούσαμε με έναν «λαγγίτη» στο στόμα και έναν στο χέρι για τη διαδρομή και ήμασταν χαρούμενες γιατί τα χωράφια θα ήταν καταπράσινα και οι αγρότες θα ήταν ευτυχισμένοι!
Ρένα Φλωρεντή
*λιένα: η μεγάλη λεκάνη,
λεκανίδα: λεκάνη.
νεμίσουν: φυτρώσουν.
Μας φερνεις συγκινηση στα μάτια, οπως τα περιγραφεις.