…της κάτω γης ο κρούκελος!

Η Λέρικη ντοπιολαλιά

Όταν ήμουν δεκατριών χρονών ο πατέρας μου ηφαώθηκε (φαγώθηκε) να με μάθει να καβαλικεύω (καβαλάω) τη φλορέτα (εκείνα τα μοτοσακά (μοτοσυκλέτα) της δεκαετίας του ‘60).

Ενάμισι μέτρο εγώ με τα χέρια στην ανάταση, σαράντα έξι κιλά τότες (τότε) και μια τρακοσαριά και βάλε το θηρίο, έλα να το νταγιαντέψεις (κουμαντάρεις)!

-Ρε αμπά (μπαμπά), του ‘λεα (του έλεγα),  εν ημπορώ (δεν μπορώ) να καβαλικέψω, α πέσω (θα πέσω) χάμω!

-Έλα νέβα (ανέβα), εν (δεν) είναι τίποτα, να για ‘ε (για δες) μια κάνεις και παίρνει μπρος!

Εμ εκείνος ολάκερος άντρας του ‘ταν εύκολο να την εμανουβράρει (κουμαντάρει), εγώ ίντα καμός (τι καημός) να την βάλω μπρος!  Με τα πολλά όμως ηκατάφερα να την εκρατά και να νέβω (ανέβω)και να την οδηγώ με τα χίλια τζόρια (ζόρια) και άμα ήθελα να σταματήσω να πατώ το φρένο να την εκρατά και να σαλτέρω (πηδώ) κάτω.

Ήκαμα (έκανα) κάνα δυο βόλτες και ηνόμιτζε (νόμιζε) πως ήγινα Σουμάχερ. Το ότι ηκόντευα να ξεσκελαμιδιστώ (κοπώ στα δύο) στον κατεβασμό αυτό εν (δεν) το καταλάβαινένε, εν ηπονούσε αυτός τα μεριά του.

Μια μέρα ήχενε φουρτούνα μεγάλο κακό ηγινούντανε μέσα στο Λακκί.  Ηφισούσενε ο αέρας, ήπαιρνένε τις βάρκες και ηκόντευε να τις εσπάσει.  Τότες όλοι οι βαρκαραίοι ηπαίρνανε τις βάρκες τους όξω από τη ΔΕΗ και τις ηπιένανε (πηγαίνανε) απέναντι εκειδά που είναι τώρα η Μαρίνα.

Ηπήρενε (πήρε) και ο πατέρας μου τη βάρκα μας και την ηπίε (πήγε) απέναντι  και ήρχισε να μου σφουρίτζει (σφυρίζει) να πάω με τη φλορέτα να τον εφέρω πίσω. Με τα πολλά σφουρίγματα ημάρμαξα (έδωσα σημασία) και ηκατάλαβα πως ήθελένε να πάω.  Ηκατάφερα να ξεστειλιαρώσω  τη φλορέτα και ήρχισα να τραβώ μανιβελιές για να βάλει μπρος. Αδίκως ηπροσπαθούσα. Ήμπιξα (είπα) και κάνα δυο βλασθημιές, ήβρισα, αλλά δεν ηκατάφερα τίποτα, παρά μόνο να ριμάξω το ποδάρι μου.

Ηπείσμωσα και αφού είχα δει τον πατέρα μου να το κάνει, ήρχισα να τρέχω με τη φλορέτα, αφού ήβαλα ταχύτητα και ηγυρνούσα το γκάζι. Μπα, ίδρωσα, ήβηχα και ευτυχώς ηκιάλεψα (είδα) τον πατέρα μου να’ ρκεται από πέρα. Ηπαράλαβένε το θεριό του, ηπερπατήσαμενε και γυρίσαμένε σπίτι, όπου και την ηστειλιαρώσαμε πίσω στη βάση της.

Την άλλην ημέρα το πρωί τον ήκουσα να χαλά τον κόσμο από τις φωνές.  Ήμπιε διαόλους και τριβόλους!  Η μάνα μου του λέενε: «Πως ήγινες ετσιδάς; Ίντα ήπαθες;»

Τα ‘πα εγώ όνταν την εγυρίσαμε ΄ποβραδύς. «Αμπά δεν την εβάζεις μπροστά να δούμε ότι είναι εντάξει;»  Εν ήθελενε (δεν ήθελε)!

Ηπίε (πήγε) το πρωί να ξεκινήσει, ηπατούσε τη μανιβέλα, ηπατούσε … τίποτα, ήχενε μουλαρώσει το θεριό.  Άρχισε να τρέχει ο πατέρας μου και ήβαλένε και ταχύτητα…. Ηπήρενε μπροστά η φλορέτα, ήχενε μαγκώσει στο τέρμα το γκάζι και τον ήσερνένε

Ευτυχώς που ηβρέθηκε ο ευκάλυπτος μπροστά τους, ήβαλε ο άης Ανάργυρος το χέρι του… γιατί ακόμη θα πηένανε (πηγαίνανε)!

Ήρτενε στο σπίτι, καταμακελεμένος (τραυματισμένος), καταματωμένος και φυσικά σαν κακό χρόνο να ’χουμε! Η φράντζα του είχε σηκωθεί, τούλειπένε ένα μπατζάκι και ητρέχανε τα γέματα (αίματα) από τα χέρια του.  Άμα τον είδα ηπάνιασα (έγινα άσπρη), αλλά ήβαλα τα νευρικά γέλια, εν το ‘θελα!!! Ηγελούσα και κείνος ηνευρίαζένε πιο πολύ!!!  Από τότες δεν την ηξαναοδήγησα,  άσε πούτονε βαριά και ασήκωτη, ήτονε και φόβος να ξεσκελαμιδιστώ!!!!!

Ρένα Φλωρεντή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *