Το αγώι ξυπνά τον αγωγιάτη!

Η Λέρικη ντοπιολαλιά

της Ρένας Φλωρεντή

«Με το χάραμα ξυπνώ,
το τραγούδι μου αρχινώ,
ζεύω τ’ αλογάκι μου
και με τον ιδρώτα μου,
βγάζω το ψωμάκι μου.

Στο αγώγι αμέσως τρέχω,
εις τη ζέστη,  κρύο αντέχω
και για σύντροφο στον πόνο
στη βαριά δουλειά που κάνω,
τ’ αλογάκι μου έχω μόνο…»

από το τραγούδι: «Ο αγωγιάτης» της οπερέτας: «Οι απάχηδες των Αθηνών» των Νίκου Χατζηαποστόλου και Γιάννη Πρινέα.

Κάπως έτσι περιγράφεται η ζωή των αγωγιατών, που πριν λίγα χρόνια έκαναν όλες τις μεταφορές με τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια και τα άλογά τους.

Η ζωή τους ήταν πολύ δύσκολη, αν σκεφτούμε ότι ξυπνούσαν από τα άγρια χαράματα για να ξεκινήσουν τη δουλειά τους. Κάτω από αντίξοες συνθήκες καλούνταν να μεταφέρουν, ανθρώπους, τρόφιμα, έπιπλα, τροφές, αλλά και οικοδομικά υλικά.

Θυμάμαι λοιπόν τον παππού τον Κωστή τον Τσιτερό, να ξεκινάει πριν χαράξει με τα μουλάρια του. Πολλές φορές πιστός συνοδηγός και ακοίμητος φρουρός ο θείος μου ο Χρήστος, παιδάκι ακόμη, να κουτουνάει1 πάνω στον γάδαρο.

Δρυμώνας 1967

Η γιαγιά μου πρωί πρωί τους σταύρωνε και τους έδινε το πεσκίρι2 με το φαΐ τους και φυλούσε στην πόρτα να πάρουν το τσίντο3, όπως έλεγε ο παππούς, με τον αγιασμό, το κομμάτι το ψωμί, το δίχτυ, το βάγιενο4 σταυρό και το κονισματάκι5 της Παναγιάς, για να μην τύχουν τα στοιχειά, τις αναράδες6.

Όλοι οι παλιοί αγωγιάτες πίστευαν στο στοιχειό, το κακό που παραμόνευε παντού, για να τους πειράξει, άλλοτε σαν πεντάμορφο άλογο που έτρεχε, άλλοτε σαν πανύψηλη και όμορφη νέα γυναίκα, ντυμένη στα λευκά, που χόρευε και τους ξεμυάλιζε.

Άλλες φορές πάλι άκουγαν πέτρες να κυλούν πίσω τους και φοβούμενοι πως ήταν ο οξαποδός7 έτρεχαν χωρίς να βλέπουν πίσω. Άλλοι πάλι γυρνούσαν καταϊδρωμένοι από τα πειράγματα του πιτσίτη8, που γλίτωναν είτε λέγοντας το «Πάτερ ημών», αλλά κυρίως κάνοντας το σταυρό τους. Άλλοι χάραζαν με το στραβοσουγιά9 τους το σταυρό στη γη και κάθονταν πάνω για να μην τους αγγίξει το κακό.

Τις ιστορίες τους τις διηγούνταν κατά την επιστροφή και όλοι καθόμασταν και τους κοιτούσαμε με δέος, αφού γλίτωσαν από τη κακιά την ώρα.

Αξημέρωτα έστρωναν το στρατούρι10, πάνω στα ζωντανά τους για να τα κρατά ζεστά και να μην καταπονούνται από το βάρος του σαμαριού και των αγαθών. Το στρατούρι συνήθως το έφτιαχναν οι ίδιοι από κετσέ, μαλλί προβάτου δηλαδή.  Πάνω από αυτό τοποθετούσαν το σουμάρι11, το στήριζαν καλά με την κοιλαριά, μια ζώνη που περνούσαν κάτω από την κοιλιά του ζώου και την έδεναν καλά. Γύρω από το λαιμό του ζώου εφάρμοζαν έναν ιμάντα για την σταθεροποίηση του σαμαριού, την προστελίνη ή λαιμαριά και  κάτω από την ουρά του περνούσαν τη πητιά ή πηδιά, ένα οριζόντιο  ξύλο, που εφάρμοζε κάτω από την ουρά του ζώου.

Ο παπα-Γιώργης στα “κλήματα” (2 Απριλίου 2025)

Με την κοιλαριά, την προστελίνη και την πητιά στερέωναν το σαμάρι και έτσι μπορούσαν να στηρίξουν πάνω σε αυτό δεξιά και αριστερά τα πετροσάνιδα, τις σανίδες-στηρίγματα για  τα προϊόντα που θα κουβαλούσαν, είτε αυτά ήταν άχυρα και χόρτα, είτε σακιά με υλικά ή προϊόντα. Τα πετροσάνιδα τα έδεναν με τις σάουλες, τα χοντρά εκείνα σχοινιά που μύριζαν ιδρώτα ζώου, ή αλυσίδες,  πάνω στα σκαρβέλια, που βρίσκονταν στο μπροστινό και το πίσω  μέρος του σαμαριού.

Ξεκινούσαν πριν τις τέσσερις τα χαράματα για τις παραλίες, για να μαζέψουν άμμο θαλάσσης, μιας και εκείνα τα χρόνια αποτελούσε βασικό υλικό για λάσπη, ή στο βουνό να βρουν πατελιά εκείνο το κόκκινο, λιλά αργιλούχο χώμα για να ρίξουν στο στέος12, αφού όλες οι πλάκες των σπιτιών ήταν καλυμμένες από φύκια και πατελιά  για στεγάνωση.

Άλλες φορές πάλι πήγαιναν στις λάντζες14 και μετέφεραν στα μαγαζιά ή τα σπίτια ότι έρχονταν από τον έξω κόσμο. Πολλές φορές απορούσα πως ήταν δυνατόν τα κακόμοιρα τα μουλάρια να μεταφέρουν τα μπαούλα που έστελναν οι συγγενείς από την Αμέρικα, γεμάτα με ρούχα και προικιά.

Οι κασμάδες και τα φτυάρια έπαιρναν φωτιά, ειδικά όταν πήγαιναν λαθραία να πάρουν άμμο από παραλίες που δεν επιτρεπόταν. Μέχρι να ξημερώσει είχαν γεμίσει τα τσουβάλια τους και ήταν στο δρόμο της επιστροφής. Τα ζώα αγκομαχούσαν από το βάρος στις ανηφόρες, τα ρουθούνια τους άνοιγαν και που και που χλιμίντριζαν, δηλώνοντας το παράπονό τους για το δυσβάσταχτο βάρος που κουβαλούσαν.

Ο φίλος μου ο Παντελής μου ανέφερε ότι ο δικός του ο πατέρας πήγαινε νύχτα στο βουνό να μαζέψει χινοπόδια13, να γεμίσει τα σακιά και να τα πάει στο φούρνο, για να ψήσει ο φούρναρης το ψωμί.

Δύσκολα χρόνια, χρόνια γεμάτα ιδρώτα και πόνο. Βασανισμένα χέρια, γεμάτα ρόζους και γδαρσίματα. Πολλές φορές γυρνούσαν σπίτι κατάκοποι και συνέχιζαν με τις γεωργικές δουλειές. Το βράδυ η γιαγιά μου ζέσταινε το σπίρτο15 και τον έτριβε τον παππού για να μην πιαστεί. Το βράδυ βέβαια για κείνους ήταν απόγευμα δικό μας, αφού έπρεπε μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα να σηκωθούν και να κινήσουν.

Και όπως συνεχίζει το τραγούδι που πρωτοτραγούδησε ο Τίτος Ξηρέλλης:

«…Κουρασμένος πια το βράδυ,
σαν αρχίζει το σκοτάδι,
στο σπιτάκι μου γυρνώ,
αγκαλιάζω την καλή μου
και τους πόνους μου ξεχνώ.

Το αλογάκι μου το ταΐζω
και  νεράκι το ποτίζω,
το χαϊδεύω,  του μιλώ
να είμαστε καλά κι οι δυο μας
Τον  Θεό παρακαλώ…»

Λεξιλόγιο:
1κουτουνάει: όταν μας παίρνει ο ύπνος καθιστούς και το κεφάλι μας πέφτει απότομα μπροστά
2πεσκίρι: πετσετάκι μέσα στο οποίο έδεναν το φαγητό
3τσίντος: πάνινη τσάντα
4βάγενος σταυρός: σταυρός από πλεγμένα βάγια
5κονισματάκι: μικρή εικόνα
6αναράδες: νεράιδες
7οξαποδός: διάβολος
8πιτσίτης: διάβολος
9στραβοσουγιάς: σουγιάς με κυρτή μύτη
10στρατούρι: κουβέρτα από μαλλί προβάτου, που έστρωναν πάνω στην
πλάτη του ζώου
11σουμάρι: σαμάρι
12στέος: ταβάνι
13χινοπόδι: θάμνος που χρησιμοποιείται για προσάναμα
14λάντζες: βάρκες που μετέφεραν τους επιβάτες και τα προϊόντα από και προς τα καράβια όταν δεν υπήρχε προβλήτας
15σπίρτο: οινόπνευμα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *